ἀχάτης

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάτης Medium diacritics: ἀχάτης Low diacritics: αχάτης Capitals: ΑΧΑΤΗΣ
Transliteration A: achátēs Transliteration B: achatēs Transliteration C: achatis Beta Code: a)xa/ths

English (LSJ)

[ᾰχᾱ], ου, ὁ,

   A agate, Thphr.Lap.31, J.AJ3.7.5, D.P.1075, Nonn.D.5.170.

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάτης: -ου, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Θεόφρ. π. Λίθ. 31, Διον. Π. 1075. [ᾰχᾱ]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agate.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mineral. ágata ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.Lap.31, cf. LXX Ex.28.19, 36.19, Ez.28.13, I.AI 3.168, Nonn.D.5.170, λίθος ἀχάτης Gal.19.734, 735.

Greek Monolingual

ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].