ἐγκρίς

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρίς Medium diacritics: ἐγκρίς Low diacritics: εγκρίς Capitals: ΕΓΚΡΙΣ
Transliteration A: enkrís Transliteration B: enkris Transliteration C: egkris Beta Code: e)gkri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a cake made with oil and honey, Stesich.2, Pherecr. 83, Antiph.275, LXX Ex.16.31, Ph.1.214; also expld. as, = ἀμανίτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 710] ίδος, ἡ, eine Kuchenart, com. Ath. XIV, 645 d; Epicharm. Ath. III, 110 c; Suid. erkl. γλύκασμα ἐξ ἐλαίου ύδαρές.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρίς: -ίδος, ἡ, πλακοῦς παρεσκευασμένος μετ’ ἐλαίου καὶ μέλιτος, καλούμενος καὶ ταγηνίας, «τηγανίτα», Στησίχ. 2, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, κτλ.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
pastel o torta bañado en miel y aceite, Stesich.2(a), Pherecr.99, Antiph.273, Epich.46, τὸ δὲ γεῦμα αὐτοῦ ὡς ἐ. ἐν μέλιτι su sabor (el del maná) era como el de una torta de aceite bañada en miel LXX Ex.16.31, ἐ. ἐξ ἐλαίου LXX Nu.11.8, δύο ἐγκρίδες, ἡ μὲν ἐκ μέλιτος, ἡ δ' ἐξ ἐλαίου Ph.1.214, cf. Ath.645e, γλύκασμα ἐξ ἐλαίου ὑδαρές Hsch., Sud.

Greek Monolingual

ἐγκρίς (-ίδος), η (Α)
γλύκισμα με λάδι και μέλι, τηγανίτα.