κάλλαϊς

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

   A v. κάλα-.

French (Bailly abrégé)

c. κάλαϊς.

Greek Monolingual

και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].