κουβαρίς
From LSJ
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = ὄνος 111, Dsc.2.35 tit. κουβηζός· στηβεύς, Hsch. κουδριγάριον ἄλειμμα, = Lat. quadrigarium, charioteer's ointment, Hippiatr.130. κουκᾶ· πάππων, ἢ κυκεῶνα, Hsch.
Greek Monolingual
κουβαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. της λ. κόβαρος
ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε την ονομασία του επειδή κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το κουβάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το έντομο εξαιτίας του χαρακτηριστικού του αυτού].