κρίμνον

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίμνον Medium diacritics: κρίμνον Low diacritics: κρίμνον Capitals: ΚΡΙΜΝΟΝ
Transliteration A: krímnon Transliteration B: krimnon Transliteration C: krimnon Beta Code: kri/mnon

English (LSJ)

τό,

   A coarse barley meal, Hp. ap. Gal.19.115, Eup.11.5 D.(prob.), Arist.HA501b31 (pl.), PRyl.280v(ii A. D.); grounds in gruel, Call.Fr.205.    2 coarse loaf, AP6.302 (Leon.), Babr.108.9.    3 in pl., crumbs, Herod.6.6; κρίμνα χειρῶν, = ἀπομαγδαλιά, Lyc.607.

Greek (Liddell-Scott)

κρίμνον: τό, (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· κρίμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 farine d’orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα χειρῶν mie de pain pour s’essuyer les doigts au cours du repas;
2 goutte du breuvage ou de la bouillie κυκεών.
Étymologie: κρίνω.

Greek Monolingual

κρῑμνον και κρίμνον, τὸ (Α)
1. χοντροαλεσμένο κριθάρι
2. ψωμί παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο κριθάρι
3. στον πληθ. τὰ κρῑμνα ή κρίμνα
ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια κατά τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κρί, κριθή παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. κρῖ-μν-ον ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. κρίνω «ξεχωρίζω, κοσκινίζω»].

Greek Monotonic

κρίμνον: τό (κρίνω), χοντροαλεσμένο κριθάρι, χοντρό κριθάλευρο, σε Ανθ.