κάλανδρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lark, Dionys.Av.3.15.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
Greek Monolingual
ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].