κάλανδρος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλανδρος Medium diacritics: κάλανδρος Low diacritics: κάλανδρος Capitals: ΚΑΛΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: kálandros Transliteration B: kalandros Transliteration C: kalandros Beta Code: ka/landros

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A lark, Dionys.Av.3.15.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.

Greek Monolingual

ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].