λεβίας
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A fish, Ar.Fr.414 (λέβιοι codd.Ath.), Ephipp. 12.4, Diph.17.9, etc.
German (Pape)
[Seite 21] ὁ, ein Fisch, sonst ἥπατος, Ath. VII, 301 c, IV, 132 d steht auch λέβιοι.
Greek (Liddell-Scott)
λεβίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, Λατ. lebias, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις λέβιος), Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 1. 4, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9, κτλ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
λεβίας, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφ-ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού].