λεβίας

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεβίας Medium diacritics: λεβίας Low diacritics: λεβίας Capitals: ΛΕΒΙΑΣ
Transliteration A: lebías Transliteration B: lebias Transliteration C: levias Beta Code: lebi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of

   A fish, Ar.Fr.414 (λέβιοι codd.Ath.), Ephipp. 12.4, Diph.17.9, etc.

German (Pape)

[Seite 21] ὁ, ein Fisch, sonst ἥπατος, Ath. VII, 301 c, IV, 132 d steht auch λέβιοι.

Greek (Liddell-Scott)

λεβίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, Λατ. lebias, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις λέβιος), Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 1. 4, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9, κτλ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

λεβίας, ὁ (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφ-ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού].