μάγδωλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A watch-tower, BGU1550 (Ptol.), PTheb.Bank1i16 (ii B. C.), Meyer Ostr.40 (i A. D.), PFay.38.5 (iii/iv A. D.), Hsch.: also μαγδώλ, gen. τοῦ μαγδῶλος PHamb.62.8 (ii A. D.). (Hebr. migdol; place-name in LXX Nu.33.7, cf. Μαγδωλός, a town in Egypt, Hecat. 317 J.; also Μαγδῶλα Μίρη PAmh.2.87 (ii A. D.), etc.)
Greek Monolingual
μάγδωλος και μαγδώλ, -ῶλος, ὁ (Α)
πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα].