μέζεα
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
ων, τά,
A = μήδεα (cf. μῆδος B), Hes.Op.512, Lyc.762: sg. in Hsch.; μέδεα, Archil.138.
German (Pape)
[Seite 111] τά, = μήδεα, eigtl. die kurze ion. Form dafür, die Geschlechtsglieder, Hes. O. 513 von Thieren gebraucht. Hes. führt auch μεζός = αἰδοῖον an.
Greek (Liddell-Scott)
μέζεα: -ων, τά, ἴδε ἐν λ. μῆδος (Β).
French (Bailly abrégé)
(τά) :
litt. « les entre-deux » pour désigner le sexe de l’homme et de la femme.
Étymologie: μέσος.
Greek Monolingual
μέζεα και μέδεα, τὰ (Α)
1. τα μήδεα
2. τα γεννητικά όργανα τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μήδεα].
Greek Monotonic
μέζεα: -ων, τά, = μήδεα (βλ. μῆδος Β), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μέζεα: τά ион. pl. Hes. к μῆδος II.