λέγνον

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέγνον Medium diacritics: λέγνον Low diacritics: λέγνον Capitals: ΛΕΓΝΟΝ
Transliteration A: légnon Transliteration B: legnon Transliteration C: legnon Beta Code: le/gnon

English (LSJ)

τό,

   A coloured edging or border of a garment parallel to the ὤα or selvage, Poll.7.62, Hsch.    2 τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης border of the womb, Hp.Mul.2.144.

German (Pape)

[Seite 21] τό, Saum, Rand, bes. bunter Saum an dem Kleide, der angewebt war, VLL.; übh. Rand, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λέγνον: τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» Πολυδ. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ ἄκρα, χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10.

Greek Monolingual

λέγνον, τὸ (Α)
1. η έγχρωμη παρυφή του ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια
2. τα άκρα της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. lagati, lagna- «προσκολλώμαι»].