πίσυγγος

From LSJ
Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσυγγος Medium diacritics: πίσυγγος Low diacritics: πίσυγγος Capitals: ΠΙΣΥΓΓΟΣ
Transliteration A: písyngos Transliteration B: pisyngos Transliteration C: pisyggos Beta Code: pi/suggos

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A = πίσσυγγος (q.v.), shoemaker, Sapph.98 (v.l. πίσσυγοι), Alex.Aet.5.7, Herod.7.39 (prob.), Com.Adesp.330:— hence πῑσύγγιον, τό, his shop, ibid., Hdn.Gr.2.567. (Perh. cf. πεττύκια, πέσσυμπτον.)

German (Pape)

[Seite 621] ὁ, der Schuster, wird richtiger, von πίσσα abgeleitet, πίσσυγγος geschrieben; Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c; Sapph. frg. 38; Poll. 7, 82 erkl. οἱ τὰ ὑποδήματα ῥάπτοντες, aus comic.

Greek (Liddell-Scott)

πίσυγγος: ὁ, σκυτοτόμος, ὑποδηματοποιός, Σαπφὼ 99, Ἀλέξανδρ. ὁ Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 699C, Κωμικ. Ἀνώμ. 324· ― πῑσύγγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον πισύγγου, αὐτόθι. [ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν τῷ Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀθην. φέρεται διὰ σσ.].

Greek Monolingual

και πίσσυγγος, ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].

Russian (Dvoretsky)

πίσυγγος: (ῑ) ὁ башмачник, сапожник Sappho.