περσέα
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ἡ,
A persea, an Egyptian tree, Mimusops Schimperi, Hp.Mul. 1.90, Thphr.HP3.3.5, 4.2.5, OGI97.9 (Taposiris, iii/ii B. C.), D.S.1.34 (-αία codd.), Str.17.2.2, Dsc.1.129 (v.l. -αία), Plu.2.378c, etc.:— later περσία, POxy.53.7 (iv A. D.); ornament in form of its leaf, BGU 1028.9 (ii A. D.): also περσεία, poet. περπερ-είη, Nic.Al.99, Paus.5.14.3.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, poet. auch πέρσεια u. περσία, Persea, eine ägyptische Baumart, die die Frucht aus dem Stamme treibt, wahrscheinlich einerlei mit περσίον, Hippocr.; Theophr., wo Schneider zu hist. plant. 4, 2, 5, T. 3 p. 284 zu vgl.; nicht zu verwechseln mit dem Pfirsichbaum, Περσικὴ μηλέα, u. mit dem Giftbaume, περσαία, der durch die Soldaten des Kambyses aus Persien nach Aegypten gebracht sein soll.
Greek (Liddell-Scott)
περσέα: ἡ, Λατ. persea, εἶδος δένδρου Αἰγυπτιακοῦ, φέροντος τὸν καρπὸν ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ στελέχους, Ἱππ. 633. 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 5 (ἴδε Schneid. Ind.), Στράβ. 822, κτλ.· ― ποιητ. ὡσαύτως περσεία, Νικ. Ἀλεξιφ. 99 (περσαία ἐν Διοδ. 1. 34, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένον). Ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο πέρσειον ἢ πέρσιον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10· πληθ. πέρσεια, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 649Α. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 566.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arbre à fruits égyptien (qqf confondu à tort avec le pêcher).
Étymologie: DELG à cause de son origine perse.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως της Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες και του οποίου κυριότερο είδος είναι το αβοκάντο
αρχ.
αιγυπτιακό δέντρο (α. «αἱ μὲν ὀνομαζόμεναι περσίαι καρπὸν διάφορον ἔχουσαι τῇ γλυκύτητι», Θεόφρ.
β, «πλεονάζει δὲ τῶν φυτῶν ὅ τε φοῑνιξ καὶ ἡ περσέα», Στράβ.
γ. «τὸ δένδρον δὲ ἡ περσεία μόνου χαίρει τοῡ Νείλου τῷ ὕδατι», Παυσ.)
2. σιδερένιο οικοδομικό κόσμημα σε σχήμα φύλλου περσέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δέντρο ονομάστηκε έτσι από τη λ. Περσία, χώρα προέλευσής του, με επίθημα -έα (πρβλ. μηλ-έα) και -αία, -ία, -εία. Ο νεοελλ. τ. περσέα είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. persea (< λατ. persea < περσέα)].
Russian (Dvoretsky)
περσέα: ἡ персея (род египетского дерева) Plut.