σήπομαι
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α
αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω
αρχ.
1. ενεργ. σήπω
α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῡσ' ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.)
β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι», Πλάτ.)
γ) εμβρέχω, μουσκεύω
2. (μέσ. και παθ.) (για ζωντανή σάρκα) ναρκώνομαι
3. φρ. «σαπὲν ὕδωρ» — νερό που έχει υποστεί ζύμωση, δηλαδή το κρασί («οἶνος σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. σήπομαι με το αρχ. ινδ. kyāku «μανιτάρι» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεσή του με το λιθουαν. šiuptī «σαπίζω» σε μορφολογικές].