σήπομαι

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α
αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω
αρχ.
1. ενεργ. σήπω
α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῡσ' ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.)
β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι», Πλάτ.)
γ) εμβρέχω, μουσκεύω
2. (μέσ. και παθ.) (για ζωντανή σάρκα) ναρκώνομαι
3. φρ. «σαπὲν ὕδωρ» — νερό που έχει υποστεί ζύμωση, δηλαδή το κρασίοἶνος σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. σήπομαι με το αρχ. ινδ. kyāku «μανιτάρι» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεσή του με το λιθουαν. šiuptī «σαπίζω» σε μορφολογικές].