φανέρωσις
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = σημασία 1, Hsch. (φ. διὰ σάλπιγγος Phot., Suid.). 2 disclosure, ἡ ἀπὸ τοῦ οἴνου φ. τοῦ λογισμοῦ Anon.Incred. 17. II manifestation, τοῦ πνεύματος 1 Ep.Cor.12.7, cf. 2 Ep.Cor. 4.2. 2 Astron., becoming visible, Jul.Laod. (?) in Cat.Cod.Astr.5(1).189(pl.).
German (Pape)
[Seite 1254] ἡ, das Sichtbar- od. Offenbarmachen; die Offenbarung, Erklärung; Sp., bes. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰνέρωσις: -εως, ἢ, τὸ φανεροῦν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 7, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σημασία· φανέρωσις (διὰ σάλπιγγος)» ἐν λέξ. σημασία. ΙΙ τὸ γίνεσθαι φανερὸν ἢ ὁρατόν, τὸ φανεροῡσθαι, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 1, 2., 2. 9, 2, Ἐκκλ.
English (Strong)
from φανερόω; exhibition, i.e. (figuratively) expression, (by extension) a bestowment: manifestation.
English (Thayer)
φανερωσεως, ἡ (φανερόω), manifestation: with a genitive of the object, Aristotle, de plantis 2,1,9; also for אוּרִים (the Sept. δελωσις) Hesychius) (Synonym: see ἀποκαλύπτω, at the end.)
Russian (Dvoretsky)
φᾰνέρωσις: εως ἡ1) появление (τινος ἀπό τινος Arst.);
2) обнаружение, раскрытие (τῆς ἀληθείας NT).