θεογενής

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογενής Medium diacritics: θεογενής Low diacritics: θεογενής Capitals: ΘΕΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: theogenḗs Transliteration B: theogenēs Transliteration C: theogenis Beta Code: qeogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.

Greek (Liddell-Scott)

θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε θειογενής.

Greek Monolingual

θεογενής και θεογεννής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, ομο-γενής].