νυκτιπόλος

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπόλος Medium diacritics: νυκτιπόλος Low diacritics: νυκτιπόλος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: nyktipólos Transliteration B: nyktipolos Transliteration C: nyktipolos Beta Code: nuktipo/los

English (LSJ)

ον, (πολέω)

   A roaming, by night, Βάκχαι E.Ion718 (lyr.) ; ἔφοδοι, of Persephone, ib.1049 (lyr.) ; epith. of Zagreus, Id.Fr.472.11 (anap.) ; of Artemis, Corn.ND 34 : as Subst., coupled with Μάγοι, Βάκχοι, Λῆναι, Heraclit.14.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐπόλος: -ον, (πολέω) ὁ πλανώμενος διὰ νυκτός, ἐπὶ τῶν βακχευόντων, Εὐρ. Ἴων 718, 1049, κτλ.˙ οὕτω, νυκτῐπόλευτος, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tourne, s’agite ou évolue pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πολέω.

Greek Monolingual

νυκτιπόλος, -ον (Α)
1. (ιδίως για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. μαντι-πόλος.

Greek Monotonic

νυκτῐπόλος: -ον (πολέω), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, λέγεται για τους οργιαστές θιασώτες του Βάκχου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐπόλος: 1) странствующий по ночам (Βάκχαι Eur.);
2) ночной (ἔφοδοι Eur.).