άσαρκος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM ἄσαρκος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός
2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ»)
αρχ.
1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας
2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σαρκος < σαρξ].———————— (II)
ἄσαρκος, -ον (Α)
ο σαρκώδης ή ο παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(αθροιστικό) + -σαρκος < σαρξ].