επίστομα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

(I)
και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) στόμα
επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.———————— (II)
το
1. το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο
2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.