ζωικός
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek (Liddell-Scott)
ζωικός: -ή, -όν, (ζῷον) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ζῷα, ἡ ζ. φύσις Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 5, 4, πρβλ. 4. 5, 49· ἡ ζ. ἱστορία, ἱστορία τῶν ζῴων, αὐτόθι 3. 5, 18.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM ζωικός, -ή, -όν) ζώον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό βασίλειο»)
νεοελλ.
1. αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα
2. φρ. α) «ζωικός άνθρακας» — ο άνθρακας που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων
β) «ζωική κόλλα» — κολλητική ουσία που εξάγεται από το δέρμα, τους τένοντες ή τα οστά τών ζώων
γ) «ζωικό λίπος» — το λίπος που λαμβάνεται από τα ζώα, σε αντιδιαστολή προς το φυτικό λίπος
αρχ.
1. αυτός που πραγματεύεται περί ζώων
2. φρ. «Περὶ ζωϊκῶν» — τίτλος χαμένου έργου του Αριστοτέλη.———————— (II)
-ή, -ό (AM ζωϊκός, -ή, -όν) ζωή
αυτός που ενέχει ζωή, αυτός που ανήκει στον λεγόμενο ενόργανο ή οργανικό κόσμο, έμβιος, ζωτικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τις ιδιότητες, τις εκδηλώσεις της ζωής, ζωντανός (α. «ζωϊκή ψυχή», Πορφ.
β. «ζωϊκὸν σῶμα», Πορφ.).