κανάτι
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
(I)
το
1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό»)
2. στον πληθ. τα κανάτια
χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους
3. ουροδοχείο
4. (στα Επτάνησα) μονάδα μετρήσεως υγρών χωρητικότητας 1.65 του γαλλικού λίτρου
5. φρ. α) «στέκει κανάτι»
(για λαγούς ή κουνέλια) ορθώνεται στα πίσω πόδια
β) «βρέχει με το κανάτι» — βρέχει ραγδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανάτα + υποκορ. κατάλ. -ι, πρβλ. καβούρ-ι].———————— (II)
το
παραθυρόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kanat].