κατεπάνω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Greek Monolingual

(I)
κατεπάνω)
επίρρ. εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άνω].———————— (II)
κατεπάνω, ὁ (Μ)
τίτλος πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή σε θέματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καπετάνιος].