μύσκος

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

German (Pape)

[Seite 222] = μυΐσκος, Arcad. 50, 15, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μύσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.

Greek Monolingual

(I)
μύσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του μῡς) μυΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος < μῦς «ποντικός»].———————— (II)
μύσκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύσκος
μίασμα, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα -κος].