τωθασμός

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθασμός Medium diacritics: τωθασμός Low diacritics: τωθασμός Capitals: ΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: tōthasmós Transliteration B: tōthasmos Transliteration C: tothasmos Beta Code: twqasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α τωθάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τωθάζω.

Greek Monotonic

τωθασμός: ὁ, εμπαιγμός, χλευασμός, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωθασμός -οῦ, ὁ [τωθάζω] bespotting.

Russian (Dvoretsky)

τωθασμός: ὁ насмешка, осмеяние Arst.