Αἰγυπτογενής

From LSJ
Revision as of 15:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰγυπτογενής Medium diacritics: Αἰγυπτογενής Low diacritics: Αιγυπτογενής Capitals: ΑΙΓΥΠΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Aigyptogenḗs Transliteration B: Aigyptogenēs Transliteration C: Aigyptogenis Beta Code: *ai)guptogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A of Egyptian race, A.Pers.35.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰγυπτογενής: ἐς, ἐξ Αἰγυπτιακοῦ γένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né en Égypte.
Étymologie: Αἴγυπτος, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές
de raza egipcia A.Pers.35
ref. a las Danaides, A.Supp.30, 1053.

Greek Monotonic

Αἰγυπτογενής: ές (γένος), αυτός που ανήκει στην Αιγυπτιακή γενιά, οικογένεια, καταγωγή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Αἰγυπτογενής: Αἴγυπτος I] рожденный Эгиптом, по друг. Αἴγυπτος II] родом из Египта Aesch.