ὑπέρπλουτος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον,
A = ὑπερπλούσιος, χλιδή A.Pr.466, cf. Pl.R.552b.
German (Pape)
[Seite 1201] = ὑπερπλούσιος; χλιδή, Aesch. Prom. 464; Plat. Rep. VIII, 552 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 466, Πλάτ. Πολ. 552Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλοῦτος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρπλουτος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].
Greek Monotonic
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπλουτος: Aesch., Plat. = ὑπερπλούσιος.