προσκτίζω

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκτίζω Medium diacritics: προσκτίζω Low diacritics: προσκτίζω Capitals: ΠΡΟΣΚΤΙΖΩ
Transliteration A: prosktízō Transliteration B: prosktizō Transliteration C: prosktizo Beta Code: proskti/zw

English (LSJ)

   A build or found besides, αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.BJ5.4.2; ὄρει ib.3.7.7; τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο the two additional festivaldays founded in his honour, Sammelb.7457.39 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 771] noch dazu bauen, gründen; Strab. 3, 5, 3; Tzetz. ad Lycophr. 838.

Greek (Liddell-Scott)

προσκτίζω: κτίζω προσέτι, πόλιν Στράβ. 169˙ τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ ὁ αὐτ. 401.

French (Bailly abrégé)

fonder en outre.
Étymologie: πρός, κτίζω.

Greek Monolingual

Α
κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῡσιν», Στράβ.)
2. παθ. προσκτίζομαι
καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).

Greek Monotonic

προσκτίζω: μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.