δοιδυκοποιός

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιδῡκοποιός Medium diacritics: δοιδυκοποιός Low diacritics: δοιδυκοποιός Capitals: ΔΟΙΔΥΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: doidykopoiós Transliteration B: doidykopoios Transliteration C: doidykopoios Beta Code: doidukopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pestle-maker, Plu.Phoc.4.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der Mörserkeulenverfertiger, Plut. Phoc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δοιδῡκοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δοίδυκας, «γουδόχερα», Πλούτ. Φωκ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de pilons.
Étymologie: δοίδυξ, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fabricante de manos de almirez Plu.Phoc.4, cf. Sud.

Greek Monolingual

δοιδυκοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

δοιδῡκοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής γουδοχεριών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δοιδῡκοποιός: ὁ делающий песты Plut.