καταίβασις

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίβᾰσις Medium diacritics: καταίβασις Low diacritics: καταίβασις Capitals: ΚΑΤΑΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: kataíbasis Transliteration B: kataibasis Transliteration C: kataivasis Beta Code: katai/basis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.

Greek Monolingual

καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.

Greek Monotonic

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταίβᾰσις: ἡ Anth. = κατάβασις.