τρισχίλιοι

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισχίλιοι Medium diacritics: τρισχίλιοι Low diacritics: τρισχίλιοι Capitals: ΤΡΙΣΧΙΛΙΟΙ
Transliteration A: trischílioi Transliteration B: trischilioi Transliteration C: trischilioi Beta Code: trisxi/lioi

English (LSJ)

[χῑ], αι, α, Dor. τρισ-χήλιοι

   A Abh.Berl. Akad.1925 (5).25 (Cyrene):—three thousand, ll.20.221, Hdt.7.97, etc.: in sg. with collective Subst., ἀσπὶς τρισχιλία Longus 3.1.    II οἱ τ., at Athens, the 3000 nominated by the 30 Tyrants, X.HG2.3.18.

Greek (Liddell-Scott)

τρισχίλιοι: [χῑ], -αι, -α, τρεῖς χιλιάδες, Ἰλ. Υ. 221, Ἡρόδ., κλπ.· - ἐν τῷ ἑνικῷ μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., ἀσπὶς τρισχιλία Λόγγος 3. 1. ΙΙ. οἱ τρισχίλιοι, ἐν Ἀθήναις οἱ 3000 ἄνδρες οἱ ὑπὸ τῶν τριάκοντα τυράννων ἐκλεχθέντες, Λυσί. 143. 42, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 18.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
trois mille.
Étymologie: τρίς, χίλιοι.

English (Strong)

from τρίς and χίλιοι; three times a thousand: three thousand.

English (Thayer)

τρισχίλιαι, τρισχίλια (τρίς and χίλιοι), three thousand: Homer down.)

Greek Monolingual

-ες, -α / τρισχίλιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, -ία, -ον, Α
τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
(στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, -ία, -ον- τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν κάμηλον» τρεις χιλιάδες καμήλες, Τζέτζ.
β. «τρισχιλία ασπίς» — τρεις χιλιάδες ασπιδοφόροι, Λόγγ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισχίλιοι
οι τρεις χιλιάδες Αθηναίοι που είχαν επιλέξει οι τριάκοντα τύραννοι (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι- + χίλιοι.

Greek Monotonic

τρισχίλιοι: [χῑ], -αι, -α, τρεις χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τρισχίλιοι: (χῑ) три тысячи Hom., Her., Xen. etc.