ἀπάτερθε

From LSJ
Revision as of 16:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάτερθε Medium diacritics: ἀπάτερθε Low diacritics: απάτερθε Capitals: ΑΠΑΤΕΡΘΕ
Transliteration A: apáterthe Transliteration B: apaterthe Transliteration C: apaterthe Beta Code: a)pa/terqe

English (LSJ)

[πᾰ], before a vowel ἀπάσχολ-θεν, Adv.

   A apart, aloof, ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. Thgn.1059, Pi.O.7.74.    II as Prep. c.gen., far away from, ἀπάτερθεν ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153; γόων ἀ. IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 281] vor Vokalen ἀπάτερθεν, abgesondert, ganz gesondert, wie ἄτερθε, absolut Hom. Iliad. 2, 587. 18, 217; c. gen. 5, 445 ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν; ἔχω Pind. Ol. 7, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτερθε: πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., χωρίς, χωριστά, μακράν, ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπάτερθεν.

English (Slater)

ᾰπᾰτερθε
   1 apart ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.74)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-θεν ante vocal]
adv.
1 aparte, aisladamente, separadamente ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. h.Merc.403, Thgn.1059
Pi.O.7.74.
2 c. gen. a un lado, apartado de, lejos de ἀ. ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153, γόων ἀ. IUrb.Rom.1379.3 (II/III d.C.).

Greek Monotonic

ἀπάτερθε: και -θεν, [πᾰ], επίρρ.,
I. χωρίς, χωριστά, χώρια, μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως πρόθ. με γεν., μακριά από, ὁμίλου, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάτερθε: (ν) (ᾰτ) adv. отдельно, врозь, поодаль Hom., Pind.
(ν) в знач. praep. cum gen. отдельно или вдали от … Hom.