βοῖ
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 452] Interjection, αἰβοῖ βοῖ Ar. Pax 1031, von höhnischem Lachen.
Greek (Liddell-Scott)
βοῖ: ὡς τὸ αἰβοῖ, ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.
Greek Monotonic
βοῖ: όπως το αἰβοῖ, επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βοῖ: interj. - только в выраж. αἰβοῖβοι (см. αἰβοῖ).