ῥαντισμός
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ὁ,
A sprinkling, ὕδωρ ῥαντισμοῦ LXX Nu.19.9 sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ Ep.Hebr.12.24, cf. 1 Ep.Pet.1.2.
German (Pape)
[Seite 834] ὁ, Besprengen, Benetzung, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντισμός: ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, ὕδωρ ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· αἷμα ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
aspersion.
Étymologie: ῥαντίζω.
English (Strong)
from ῥαντίζω; aspersion (ceremonially or figuratively): sprinkling.
Greek Monolingual
ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῑττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.
Greek Monotonic
ῥαντισμός: ὁ, ράντισμα, ψεκασμός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ῥαντισμός: ὁ окропление NT.