οἰκοδεσπότης

Revision as of 00:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.) : metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg.954b : so οἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32, cf. Phryn.348).    2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11.    II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεσπότηςκύριος οἴκου ἢ οἰκογενείας, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 6, συχν. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀλλά: οἰκίας δεσπότης ἔλεγον κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 954Β· οὕτως, οἴκου δ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 373. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ ἕκαστον σημεῖον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ἦτο οἶκος διὰ τὸν πλανήτην, ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸ ζῴδιον ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιδρῶν εἰς τοὺς μῆνας καὶ τὰς ἡμέρας ἐφ’ ὅσον ἐκυρίευε· τοῦτο ἐλέγετο οἰκοδεσποτεῖν, καὶ ὁ κυριεύων πλανήτης οἰκοδεσπότης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 maître de maison, chef de famille;
2 qui exerce une influence prédominante dans son domaine en parl. des signes du zodiaque.
Étymologie: οἶκος, δεσπότης.

English (Strong)

from οἶκος and δεσπότης; the head of a family: goodman (of the house), householder, master of the house.

English (Thayer)

οἰκοδεσπότου, ὁ (οἶκος, δεσπότης), master of a house, householder: ἄνθρωπος οἰκοδεσπότης (see ἄνθρωπος, 4a.), οἰκοδεσπότης τῆς οἰκίας, Winer s Grammar, § 65,2. (Alexis, a comic poet of the 399-300 B.C.> IV. century B.C. quoted in Pollux 10,4, 21; Josephus, contra Apion 2,11, 3; Plutarch, quaest. Romans 30; Ignatius ad Ephesians 6 [ET]. Lob. ad Phryn., p. 313shows that the earlier Greeks said οἴκου or οἰκίας δεσπότης.)

Greek Monolingual

ο (Α οἰκοδεσπότης)
ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο νοικοκύρης
αρχ.
1. ντόπιος κυβερνήτης
2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης.

Greek Monotonic

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, κύριος του σπιτιού, αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις για το σπίτι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδεσπότης: ου ὁ (тж. οἰ. τῆς οἰκίας NT) хозяин дома NT.