ἀμείρω
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
A = ἀμέρδω, bereave, c. gen. rei, Pi.P.6.26.
German (Pape)
[Seite 121] untheilhaftig machen, berauben, Pind. P. 6, 27 βίον τιμᾶς. Vgl. ἀμέρδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείρω: ἀμέρδω, ἀποστερῶ, ἀφαιρῶ, μ. γεν. πράγμ. Πινδ. Π. 6. 27.
French (Bailly abrégé)
exclure de la participation.
Étymologie: ἀ, μείρομαι.
English (Slater)
ᾰμείρω
1 rob c. acc. & gen. ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27)
Spanish (DGE)
privar c. gen. τιμᾶς Pi.P.6.27
•abs. Gal.19.77, Hsch.s.u. ἀμείρεσθαι, ἀμείροντες; v. tb. ἀμέρδω.
Greek Monolingual
ἀμείρω (Α)
στερώ, αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)].
Greek Monotonic
ἀμείρω: αποστερώ, αφαιρώ ένα πράγμα, με γεν., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμείρω: лишать (τινός Pind.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: bereave (Pi.)
Compounds: ἀπαμείρω (ρ 322 v. l., Hes.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Solmsen KZ 29, 354 took the verb as an innovation for ἀμέρδω to ἀμέρσαι, ἀμερθῆναι. Cf. Leumann Hom. Wörter 162f. Doubted by Solmsen himself, Wortforschung 11 A. 1. A reconstruction *h₂mer-yo is perfectly possible. - Perhaps here ἀμέρδω.