δημαρχικός

From LSJ
Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημαρχικός Medium diacritics: δημαρχικός Low diacritics: δημαρχικός Capitals: ΔΗΜΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmarchikós Transliteration B: dēmarchikos Transliteration C: dimarchikos Beta Code: dhmarxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A tribunician, δέλτοι Plu.Cat.Mi.40; δ. ἐξουσία, = Lat. tribunicia potestas, D.H.6.89, Mon.Anc.Gr.5.18, D.C.54.28: freq. in Inscrr. and Pap., IG3.40, BGU74.3, etc.

German (Pape)

[Seite 561] ή, όν, den Volkstribun betreffend, z. B. ἐξουσία, Dio Cass. 54, 28.

Greek (Liddell-Scott)

δημαρχικός: -ή, -όν, ὁ τῷ δημάρχῳ ἀνήκων, Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 40, Δίων Κ. 54. 28· δημαρχικῆς ἐξουσίας, tribunicia potestate, ὡς τίτλος τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1299, 1305, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de tribun du peuple.
Étymologie: δήμαρχος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): dór. y eol. δαμ- IG 12(2).539 (Ereso I d.C.), SEG 17.809 (Cirene II d.C.)
1 tribunicio, del tribunado de la plebe en Roma δημαρχικαὶ δέλτοι actas tribunicias, registros del tribunado Plu.Cat.Mi.40, τὸ δημαρχικὸν βάθρον D.C.44.4.2, 53.27.6
esp. en la expr. δημαρχικὴ ἐξουσία como trad. de lat. tribunicia potestas, potestad tribunicia, Laud.Agripp.1, D.H.2.11, 6.89, D.C.54.28.1, Mon.Anc.Gr.5.18
esp. frec. en gen. en titulaturas imperiales δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ὀκτωκαιδέκατον ostentando la potestad tribunicia por decimoctava vez, SIG 780.4 (Astipalea I a.C.), cf. IG 12(2).539 (I d.C.), I.AI 20.11, decr. en Eus.HE 4.13.1, δημαρχικῆς ἐξουσίας ἑπτακαιδέκατον SEG 9.8.1 (Cirene I a.C.), δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ιδʹ A.Al. en POxy.3020.1.2, cf. IKios 14.3 (I d.C.), PUG 10.2 (I d.C.), IEphesos 266.6 (II d.C.), SEG l.c., 36.987.A.2 (Iasos II d.C.), PAgon.6.9 (II d.C.), BGU 74.3 (II d.C.), OGI 506.5 (Ezanos II d.C.), IAphrodisias 1.19.2 (III d.C.).
2 subst. ὁ δ. tribuno de la plebe καταταγέντα εἰς τοὺς δημαρχικούς IGR 3.175.2 (Ancira II d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δημαρχικός, -ή, -όν) δήμαρχος
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο
«δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ».

Greek Monotonic

δημαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον δήμαρχο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δημαρχικός: принадлежащий народному трибуну Plut., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημαρχικός -ή -όν [δημαρχία] van de volkstribuun.