ἀπομιμνήσκομαι

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

German (Pape)

[Seite 315] (s. μιμνήσκω), dep. pass., p. auch aor. med., sich erinnern, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο, sie gedachten es ihm im Guten, Il. 24, 428; τινὶ χάριν εὐεργεσιάων Hes. Th. 503; χάριν ἀξίαν ἀπομνήσεσθαι, τινί, Thuc. 1, 137; auch im Bösen gedenken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομιμνήσκομαι: μέλλ. -μνήσομαι: ἀόρ. -εμνησάμην: Ἀποθ., ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, ἀναγνωρίζω, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ, «δι’ ὃ αὐτῷ ἀπεμνημόνευσαν καὶ ἐν τῇ θανάτου γε μοίρᾳ» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 428· ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων..., δι’ εὐεργεσίας..., Ἡσ. Θ. 503· αὐτῷ δέ… χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Θουκ. 1. 137, Εὐρ. Ἄλκ. 299· πρβλ. ἀπομνημονεύω.

English (Autenrieth)

aor. ἀπεμνήσαντο: remember something in return (cf. ἀποδοῦναι), Il. 24.428†.

Greek Monolingual

ἀπομιμνῄσκομαι (Α)
1. ξαναθυμάμαι
2. αναγνωρίζω, ανταποδίδω.