ἀποικίς

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

German (Pape)

[Seite 304] ίδος, ἡ, fem. zu ἄποικος, sc. πόλις, Pflanzstadt, Her. 7, 167; u. folgende Historiker, Plut. Timol. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικίς: -ίδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἄποικος: ― ἀπ. πόλις, ἀποικία, Ἡρόδ. 7. 167· καὶ ἄνευ τοῦ πόλις, Στράβ. 481, Πλουτ. Κορ. 28, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
ἀποικίς πόλις, ou subst. (ἡ) colonie.
Étymologie: ἄποικος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
colonia πόλεις τῶν ἀ. Hdt.7.167, πόλις ἀποικίς Plu.Cor.28, πολλὰς γοῦν τῶν ἀ. ... πολλὰς δὲ ... τῶν μὴ ἀ. Str.10.4.17.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικίς: ίδος ἡ (sc. πόλις) колония Her., Plut.