ἀποσμύχομαι
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῡ], Pass.,
A to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.
Greek Monolingual
άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.
Greek Monotonic
ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσμύχομαι: медленно чахнуть: ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. они в бессильной злобе скрежещут зубами.