ἀποσμύχομαι

From LSJ
Revision as of 17:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσμύχομαι Medium diacritics: ἀποσμύχομαι Low diacritics: αποσμύχομαι Capitals: ΑΠΟΣΜΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aposmýchomai Transliteration B: aposmychomai Transliteration C: aposmychomai Beta Code: a)posmu/xomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass.,

   A to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.

Greek Monolingual

άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.

Greek Monotonic

ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσμύχομαι: медленно чахнуть: ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. они в бессильной злобе скрежещут зубами.