ἀργυρότοιχος

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρότοιχος Medium diacritics: ἀργυρότοιχος Low diacritics: αργυρότοιχος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: argyrótoichos Transliteration B: argyrotoichos Transliteration C: argyrotoichos Beta Code: a)rguro/toixos

English (LSJ)

ον,

   A with silver sides, δροίτη A.Ag.1539 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρότοιχος: -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, εἴθε νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux murs d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, τοῖχος.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρότοιχος) -ον revestido de plata, δροίτη A.A.1539.

Greek Monolingual

ἀργυρότοιχος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.).

Greek Monotonic

ἀργῠρότοιχος: -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια πλευρά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργυρότοιχος: сребростенный (δροίτη Aesch.).