θάλαμόνδε
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
German (Pape)
[Seite 1182] ins Schlafgemach, Od. 21, 8. 22, 109. 161.
French (Bailly abrégé)
adv.
en allant dans la chambre.
Étymologie: θάλαμος, -δε.
Greek Monotonic
θάλαμόνδε: επίρρ., στο θάλαμο, στην κάμαρα, στην κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θάλᾰμόνδε: (θᾰ) adv. в горницу, в спальню (ἴμεναι Hom.).