γύλιος

From LSJ
Revision as of 18:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene (ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

γύλιος: ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, εἶδος μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 ὡσαύτως γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sac long et étroit où les soldats serraient certaines provisions de bouche.
Étymologie: DELG étym. douteuse ; pê rapport avec γύαλον.

Russian (Dvoretsky)

γύλιος: или γῠλιός ὁ солдатская походная сумка, ранец Arph.