γλυκύμυθος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον,
A sweetly-spoken, ἔπος ib.5.194 (Id.).
Spanish (DGE)
(γλῠκύμῡθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
pronunciado dulcemente ἔπος AP 5.195 (Mel.).
Greek Monolingual
γλυκύμυθος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεχθεί με γλυκύτητα («γλυκύμυθον ἔπος»).
Russian (Dvoretsky)
γλυκύμῡθος: нежно говорящий, т. е. кроткий (ἔπος, Anth.).