δευτερόπρωτον

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτερόπρωτον Medium diacritics: δευτερόπρωτον Low diacritics: δευτερόπρωτον Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΠΡΩΤΟΝ
Transliteration A: deuteróprōton Transliteration B: deuteroprōton Transliteration C: defteroproton Beta Code: deutero/prwton

English (LSJ)

σάββατον, τό, prob. corrupt in Ev.Luc.6.1 (no expl. is satisfactory).

Greek (Liddell-Scott)

δευτερόπρωτον: σάββατον, τό, ἐν τῷ Εὐαγγ. Λουκ. Ϛ΄, 1 (κατὰ τὸν Scaliger), τὸ πρῶτον σάββατον μετὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων· ὁ Wieseler (ἴσως ὀρθότερον) λέγει ὅτι εἶναι τὸ πρῶτον σάββατον τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς τῶν ἐτῶν ἑβδομάδος (δηλ. τοῦ ἔτους τοῦ μετὰ τὸ σαββατικόν)· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. συγγραφ., ἡ δ. κυριακὴ ἦτο ἡ πρώτη μετὰ τὸ Πάσχα Κυριακή, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

δευτερόπρωτον, το (AM)
φρ. «δευτερόπρωτον Σάββατον» — πιθανώς το Σάββατο μετά την εορτή του ιουδαϊκού Πάσχα, το οποίο θεωρείται πρώτο.