δευτερόπρωτον
From LSJ
English (LSJ)
σάββατον, τό, prob. corrupt in Ev.Luc.6.1 (no expl. is satisfactory).
Greek (Liddell-Scott)
δευτερόπρωτον: σάββατον, τό, ἐν τῷ Εὐαγγ. Λουκ. Ϛ΄, 1 (κατὰ τὸν Scaliger), τὸ πρῶτον σάββατον μετὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων· ὁ Wieseler (ἴσως ὀρθότερον) λέγει ὅτι εἶναι τὸ πρῶτον σάββατον τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς τῶν ἐτῶν ἑβδομάδος (δηλ. τοῦ ἔτους τοῦ μετὰ τὸ σαββατικόν)· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. συγγραφ., ἡ δ. κυριακὴ ἦτο ἡ πρώτη μετὰ τὸ Πάσχα Κυριακή, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
δευτερόπρωτον, το (AM)
φρ. «δευτερόπρωτον Σάββατον» — πιθανώς το Σάββατο μετά την εορτή του ιουδαϊκού Πάσχα, το οποίο θεωρείται πρώτο.