διχῆ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
Adv.
A = δίχα, in two, asunder, A.Supp.544 (lyr.), Pl.Ti.620, etc. 2 in two ways, δ. ἐπονομασθῆναι Id.R.445d; δεῖ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18.
German (Pape)
[Seite 646] = δίχα; διατέμνειν Aesch Suppl. 539; διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, Plat. Phil. 23 c Crat. 396 a, u. öfter; auch Sp; – doppelt, Plat. Rep. IV, 445 d; Dem. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχῆ: ἐπίρρ. = δίχα, εἰς δύο, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 544, Πλάτ., κτλ. 2) κατὰ δύο τρόπους, δ. ἐπονομασθῆναι Πλάτ. Πολ. 445D· διχῆ βοηθητέον Δημ. 14. 6. ― καὶ διχῆ.
Russian (Dvoretsky)
δῐχῆ: и διχῇ adv.
1) надвое, пополам (διατέμνειν Aesch.; διαλαβεῖν Plat.; σχίζεσθαι Arst.);
2) двояко (ἐπονομάζειν Plat.; βοηθητέον Dem.).