κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
διασκώπτομαι: μέλ. -ψομαι — Μέσ., αστειεύομαι, περιπαίζω, ανταλλάσσω περιπαικτικά σχόλια, λέω χωρατά εδώ και εκεί, σε Ξεν.