εἰνάνυχες
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
[ᾰ], as Adv.,
A nine nights long, Il.9.470; cf. εἰνάετες.
German (Pape)
[Seite 733] adv. neun Nächte lang, Il. 9, 470.
French (Bailly abrégé)
adv.
pendant neuf nuits.
Étymologie: ἐννέα, νύξ.
English (Autenrieth)
(ἐννέα, νύξ): adv., nine nights long, Il. 9.470†.
Spanish (DGE)
(εἰνάνῠχες)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. durante nueve noches ἴαυον Il.9.470, cf. Hdn.Gr.1.45.
• Etimología: De ἐνϝα (cf. ἐννέα) y νυχ- (cf. νύξ).
Greek Monolingual
εἰνάνυχες (Α) επίρρ.
επί εννιά νύχτες.
Greek Monotonic
εἰνάνῠχες: [ᾰ], ως επίρρ., επί εννιά νύχτες (σε διάρκεια), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰνάνῠχες: adv. в течение девяти ночей Hom.