ἐκκλάζω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
A cry aloud, ἐκ δ' ἔκλαγξ' ὄπα E.Ion1204.
German (Pape)
[Seite 763] (s. κλάζω), ertönen lassen, ὄπα Eur. Ion 1204, in tmesi.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλάζω: ἐκβοῶ, ἐκ δ’ ἔκλαγξε Εὐρ. Ἴων 1204.
Spanish (DGE)
gritar c. ac. int. ἐκ δ' ἔκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον (tm.) E.Io 1204
•reclamar c. ac. de pers. ἐξέκλαγξε σύγκοιτον φίλην Com.Adesp.745.7.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐκκλάζω: μέλ. -κλάγξω, φωνάζω, κραυγάζω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλάζω: вскрикивать (ἐκ δ᾽ ἔκλαγξ᾽ ὄπα Eur.).