ἐξιάομαι
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
fut. -άσομαι, Ion. -ήσομαι:—
A cure thoroughly, Hdt.3.132,134, E.Rh.872, Ph.1.541; φόβους Pl.Lg.933c; πείνην ἢ δίψαν Id.Phlb.54e; make full amends for, τὴν βλάβην Id.Lg.879a; πόλεως ἅλωσιν E.El.1024.
German (Pape)
[Seite 881] aus-, d. i. gänzlich heilen, τινά, Eur. Rhes. 872; πόλεως ἅλωσιν, verhüten, El. 1024; eigtl. ἐξιησάμενος Δαρεῖον, Her. 3, 132. 134; πείνην, δίψαν, φόβους, stillen, Plat. Phil. 54 e Legg. XI, 933 c; τὴν βλάβην, wieder gut machen, IX, 879 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιάομαι: μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: -ἰῶμαι, θεραπεύω τινὰ ἐντελῶς, ἐξιησάμενος Δαρεῖον Ἡρόδ. 3. 132, 134· φόβους Πλάτ. Νόμοι 933C· πείνην ἢ δίψαν ὁ αὐτὸς Φίληβ. 54Ε· ἐντελῶς ἱκανοποιῶ, παρέχω πλήρη ἀποζημίωσιν διά τι, αὐτὸς τὴν βλάβην ἐξιάσθω ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 879Α, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1024.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 guérir complètement;
2 expier (une faute).
Étymologie: ἐξ, ἰάομαι.
Greek Monotonic
ἐξιάομαι: μέλ. -άσομαι, Ιων. -ήσομαι, αποθ., θεραπεύω πλήρως, εντελώς, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῑάομαι: 1) совершенно излечивать, исцелять (τινα Her., Eur.; πόδα Her.);
2) исправлять, возмещать (βλάβην Plat.);
3) утолять (πείνην ἢ δίψαν Plat.);
4) успокаивать, устранять (τοὺς τῶν ἀνθρώπων φόβους Plat.);
5) (пред)отвращать (πόλεως ἅλωσιν Eur.).