εὐρώγης
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ες, (ῥώξ)
A of fine grapes, πεντάς AP6.190 (Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώγης: (ῥώξ), ἔχων καλὰς καὶ ἀφθόνους ῥᾶγας, πεντάδα τὴν σταφυλῆς εὐρώγεα Ἀνθ. Π. 6. 190.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
aux beaux raisins.
Étymologie: εὖ, ῥώξ².
Greek Monolingual
εὐρώγης, -ες (Α)
αυτός που έχει καλές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρωξ, ρωγός «ρώγα»].
Greek Monotonic
εὐρώγης: (ῥώξ), άφθονος σε ρώγες, σε Ανθ.