ἰσομήκης

From LSJ
Revision as of 08:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομήκης Medium diacritics: ἰσομήκης Low diacritics: ισομήκης Capitals: ΙΣΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: isomḗkēs Transliteration B: isomēkēs Transliteration C: isomikis Beta Code: i)somh/khs

English (LSJ)

ες,

   A equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.

German (Pape)

[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκοςἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο-μήκης, στενο-μήκης].

Greek Monotonic

ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.